- ιαβέρειος
- -α, -οαυτός που συμπεριφέρεται σαν τον Ιαβέρη, τον πασίγνωστο αστυνομικό τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαβέρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιαβέρειος — α, ο που συμπεριφέρεται κατά τον τρόπο του Ιαβέρη, πιστός τηρητής του καθήκοντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)